- τεσσαρακοστή
- ησαρακοστή (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεσσαρακοστή — Η σαρακοστή κατά την ιερατική ορολογία. Σαρανταήμερη νηστεία, που ανάγεται στους προχριστιανικούς χρόνους. Η γιορτή του Πάσχα, γιορτή καθαρά εβραϊκή, διατηρήθηκε και από τους Χριστιανούς με την καθιέρωση νηστείας πριν την έλευσή της. Πάντως, έως… … Dictionary of Greek
τεσσαρακοστῇ — τεσσαρακοστός fortieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστή — τεσσαρακοστός fortieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρακοστή ή Τεσσαρακοστή — Στην Ορθόδοξη Εκκλησία νηστεία 40 ημερών, όπως των Χριστουγέννων, και 48 ημερών, όπως του Πάσχα, η οποία λέγεται και Μεγάλη Σαρακοστή. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η περίοδος της Σ. ήταν αφιερωμένη στην προπαρασκευή των κατηχούμενων,… … Dictionary of Greek
τεσσαρακοστῆι — τεσσαρακοστῇ , τεσσαρακοστός fortieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετταρακοστῆι — τεσσαρακοστῇ , τεσσαρακοστός fortieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετταρακοστῇ — τεσσαρακοστῇ , τεσσαρακοστός fortieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετταρακοστή — τεσσαρακοστή , τεσσαρακοστός fortieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστός — ή, ό / τεσσαρακοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ… … Dictionary of Greek
Великий пост — Битва между карнавалом и … Википедия